Επίδειξη υψηλής τεχνολογίας και υψηλής αισθητικής στην κορυφαία σειρά προϊόντων LG Signature.
[Αποστολή στο Μιλάνο] - Την LG την γνωρίζουμε για την ποιότητα των προϊόντων της –τόσο στα καταναλωτικά ηλεκτρονικά, όσο και στις οικιακές συσκευές– μία ποιότητα που η κορεατική εταιρεία καταφέρνει να προσφέρει σε ιδιαίτερα προσιτές τιμές.
Το 2016 η LG αποφάσισε να δείξει με τον περισσότερο εύγλωττο τρόπο την τεχνογνωσία που έχουν συσσωρεύσει τα προηγούμενα χρόνια οι μηχανικοί της και να συνοδεύσει τις τεχνολογίες αυτές με σχεδιαστική καινοτομία σε προϊόντα που θα έχουν μοναδικά χαρακτηριστικά.
Τα προϊόντα που θα είναι η τεχνολογική και σχεδιαστική αφρόκρεμα της LG θα συνθέτουν την premium σειρά LG Signature. Εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: H σειρά LG Signature δεν περιλαμβάνει οικονομικά προϊόντα. Η νέα σειρά προϊόντων LG Signature απευθύνεται ξεκάθαρα σε εκείνον που ζητά κορυφαία απόδοση και προχωρημένη σχεδίαση. Το λανσάρισμα της σειράς LG Signature συμπίπτει με το ελληνικό management της εταιρείας –πρώτη φορά για τη χώρα μας– και θα συμβάλει στο να δούμε την LG στην Ελλάδα έτσι όπως δεν την έχουμε γνωρίσει έως τώρα.
LG 4K OLED TV
H παρουσίαση των συσκευών LG Signature έγινε στα κεντρικά γραφεία της LG στο Μιλάνο της Ιταλίας. Περιττό ίσως να πούμε ότι την παράσταση έκλεψαν οι 4Κ OLED TV της LG, καθώς ήταν διαθέσιμες σε λειτουργικά demo και μπορούσαμε να τις δούμε, να περιηγηθούμε στα μενού και να γνωρίσουμε τις δυνατότητες τους.Οι OLED της LG για το 2016 μοιράζονται στις σειρές G6, E6, C6 και B6. Η OLED G6 είναι αυτή που φέρει τον χαρακτηρισμό LG Signature στη σειρά των τηλεοράσεων της εταιρείας.
Οι 4K τηλεοράσεις της LG είναι μεγάλες –όπως πρέπει να είναι–, διαθέσιμες στις 65’’ και 55’’, πλην της ναυαρχίδας G6 που είναι διαθέσιμη στις 77’’. Παρά τη διάσταση τους το πάχος του OLED πάνελ της LG είναι μόλις 2,57mm, 4,8mm συνολικά – Picture-on-Glass– στις σειρές G6 και E6. Το πάνελ υποστηρίζεται από ένα ημιπερατό στο φως γυάλινο πάνελ.
Ας δούμε όμως γιατί η LG υπερηφανεύεται για την τεχνολογία OLED. Ταπάνελ τεχνολογίας OLED υπερέχουν των LCD LED καθώς τα pixel τους είναι αυτόφωτα. Μια OLED TV δεν απαιτεί οπίσθιο φωτισμό από LED για να φωτίσει τα pixel της. Η αύξηση της αντίθεσης της εικόνας και η καλύτερη απόδοση του μαύρου που επιχειρείται στις LCD LED TV μέσω της ομαδοποίησης των LED [LED Local Dimming], στις OLED TV επιτυγχάνεται στο μέγιστο βαθμό, σε επίπεδο pixel [Pixel Dimming]. ‘Έτσι, κάθε pixel, θεωρητικά, έχει το δικό του επίπεδο φωτεινότητας ανεξάρτητο από των γειτονικών και μπορεί να σβήνει δίνοντας απόλυτο μαύρο ενώ τα γύρω του μπορεί να εκπέμπουν φως. Μπροστά από το πάνελ εφαρμόζεται ένα αντίανακλαστικό φίλτρο το οποίο μεγιστοποιεί οπτικά την αντίθεση της εικόνας που προβάλλεται.
Από εκεί και πέρα, η θεωρητική και πρακτική υπεροχή των OLED πάνελ της LG πλαισιώνεται από μια σειρά από τεχνολογίες που σκοπό έχουν να κάνουν την εικόνα που φτάνει στα μάτια του θεατή ακόμη καλύτερη. Με δεδομένη την πιστοποίηση Ultra HD Premium από την UHD Alliance, η LG «χτίζει» πάνω σε αυτή. Η επεξεργαστική ισχύς στα OLED πάνελ της LG είναι 10bit και το χρωματικό εύρος που απεικονίζουν μέσω της τεχνολογίας ColorPrime Pro ταυτίζεται σχεδόν με αυτό που βλέπουμε στους καλούς ψηφιακούς κινηματογράφους, καθώς καλύπτει έως 99% το πρότυπο DCI στην G6. Ατού των OLED TV της LG είναι η τεχνολογία OLED HDR Pro που μεγιστοποιεί τη δυναμική περιοχή της εικόνας. [
Ειδικότερα, η OLED G6 της σειράς LG Signature διαθέτει την εκδοχή της Dolby στο HDR, το Dolby Vision, το οποίο εξασφαλίζει έως και 20 stop δυναμική περιοχή, τα οποία μπορεί και υποστηρίζει το πάνελ. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι το HDR στις LED TV είναι περί τα 16 stop, διαφορά που είναι τεράστια.
To ηχητικό section των OLED TV της LG το έχει αναλάβει η HarmanKardon. Μάλιστα στην G6 η ηχομπάρα είναι foldable και υποστηρίζει τόσο την επιτραπέζια όσο και την επιτοίχια τοποθέτηση της τηλεόρασης.
Οι OLED TV της LG, αλλά και η πλειοψηφία των τηλεοράσεων της εταιρείας για το 2016 είναι εξοπλισμένες με το σύστημα WebOS 3.0. Στην επαφή που είχαμε με το WebOS 3.0 στην OLED G6 μπορούμε να πούμε ότι πέρα από το ευχάριστο και εύληπτο περιβάλλον χρήσης, νιώσαμε ότι χειριζόμασταν έναν πολύ γρήγορο υπολογιστή, παρά μια [αργή σε απόκριση] τηλεόραση.
Τέλος, αρχίσει ο προβληματισμός για την έλλειψη περιεχομένου 4K και HDR να πούμε ότι για μέσα στο 2016 έχουν ήδη ανακοινωθεί οι πρώτοι τίτλοι Blu-ray 4Κ HDR, ενώ και το ειδικό mode που εφαρμόζει HDR σε περιεχόμενο που δεν είναι εγγενώς τέτοιο διαπιστώσαμε ότι είναι πολύ αποδοτικό και αξίζει η ενεργοποίηση του. Επιπλέον, το Netflix έχει ανακοινώσει ότι θα ξεκινήσει το streaming περιεχομένου UHD. Η LG έχει ξεκινήσει ήδη συνεργασία με το Netflix για την δημιουργία και προβολή περιεχομένου 4K Dolby Vision HDR.
Σπίτι με υπογραφή LG
Για να είμαστε πλήρεις σε ό,τι αφορά το LG Signature brand επιβάλλεται να κάνουμε αναφορά και στις αντίστοιχες οικιακές συσκευές της LG. Δεν θα μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες για το πώς το σύστημα Centum δίνει τη δυνατότητα επέκτασης της εγγύησης στα 10 χρόνια, σε ό,τι αφορά ένα πλυντήριο, ούτε ότι μαζί με μία τηλεόραση 4K OLED 77 ιντσών θα θέλαμε και εκείνο το ψυγείο με το σύστημαDoor-in-Door. Να πούμε όμως ότι πολλές από τις συσκευές για το σπίτι της LG μπορούν και ελέγχονται μέσω smartphone για τη λειτουργίαSmart Diagnosis. Στην περίπτωση αυτή, το smartphone συνδέεται εύκολα μέσω NFC με τη συσκευή, ενώ μπορεί να γίνει ακόμη και update του firmware του πλυντηρίου, για παράδειγμα, με download στο smartphone και μεταφορά με Bluetooth.
Ακόμη καλύτερα για εμάς τους γκατζετάκηδες, οι συσκευές με τεχνολογία Smart ThinQ της LG συνδέονται πλήρως στο δίκτυο και o χειρισμός τους γίνεται πλήρως απομακρυσμένα. Μήπως ήρθε η σειρά μας να τους δείξουμε “πώς δουλεύει”;
Αν θέλετε ένα μεταφέρσιμο gaming rig τότε το συγκεκριμένο Alienware είναι ό,τι καλύτερο σε αυτές τις ίντσες.
Η Alienware είναι από τις εταιρείες που έχουν καταφέρει να συνδέσουν την επωνυμία τους με το gaming όσο λίγες άλλες, κι όταν μάθαμε πως θα έφτανε στα εργαστήρια του περιοδικού το πιο ισχυρόgaminglaptop της στις 15 ίντσες, ξέραμε εκ των προτέρων πως θα είχαμε να κάνουμε με ένα “κτήνος”. Για το 2015, η Alienware άλλαξε τη σύνθεση της γκάμας, καταργώντας τα μοντέλα των 14 και 18 ιντσών, για να τα αντικαταστήσει με ένα μοντέλο 15 κι ένα 17 ιντσών. Η γκάμα ολοκληρώνεται από το notebook των 13 ιντσών, το οποίο είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά πέρυσι.
H σχεδίαση του Alienware 15 [2015]
Σχεδιαστικά, η Dell δεν έχει κάνει αλλαγές, και όλα τα μοντέλα διατηρούν το καπάκι που χωρίζεται σε τρία τμήματα, με το κεφάλι του εξωγήινου στην κορυφή και τους έντονους αεραγωγούς. Οι διαστάσεις είναι αρκετά μεγάλες, με έμφαση κυρίως στο πάχος, το οποίο ξεπερνά τα 30 χιλιοστά. Βέβαια, αυτό είναι αναγκαίο κακό, αφού το Alienware 15 είναι κατασκευασμένο για μέγιστες επιδόσεις, και το αυξημένο πάχος είναι απαραίτητο προκειμένου να υπάρχει σύστημα ψύξηςικανό να δεχτεί τους πιο γρήγορους επεξεργαστές και τις πιο γρήγορες κάρτες γραφικών, χωρίς φαινόμενα thermal throttling.Αντίστοιχα υψηλό είναι και το βάρος, που ξεπερνά τα 3 κιλά, οπότε αν θέλετε κάποια πιο φορητή gaming λύση θα πρέπει είτε να ρίξετε τις ίντσες αν επιμείνετε στην γκάμα της Alienware ή να στραφείτε προς κάποιο άλλο gaming laptop, όπως το Blade της Razer. Tα υλικά κατασκευής είναι υψηλής ποιότητας, αν και έχουμε αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν. Συγκεκριμένα, η εξωτερική επιφάνεια δεν κατασκευάζεται πλέον από ανοδιωμένο αλουμίνιο, αλλά απόανθρακονήματα.
Το υπόλοιπο σασί είναι κατασκευασμένο από αλουμίνιο, ενώ παντού υπάρχει μαλακή πλαστική επίστρωση. Το πλαίσιο της οθόνης είναι ενισχυμένο από κράμα μαγνησίου. Στο κάτω μέρος, υπάρχουν τέσσερα ευμεγέθη ελαστικά ποδαράκια που κρατάνε τον φορητό σε απόσταση από το γραφείο ώστε να υπάρχει επαρκής ροή αέρα, ενώ το ένα τέταρτο της βάσης καλύπτεται από μεταλλικό πλέγμα για τον ίδιο σκοπό. Η πρόσβαση στο εσωτερικό παρέχεται από ένα αφαιρούμενο πάνελ, το οποίο συγκρατούν δύο βίδες, και ανοίγοντάς το μπορείτε να αλλάξετε μνήμες και αποθηκευτικό μέσο.
Βασικό χαρακτηριστικό όλων των προϊόντων της Alienware είναι ο φωτισμός, και εδώ οι επιλογές σας είναι πολλές. Συνολικά, το laptop διαθέτει δέκα ζώνες φωτισμού τις οποίες μπορείτε να ρυθμίσετε ανεξάρτητα από το ειδικό softwareAlienFX, στην απόχρωση της επιθυμίας σας. Από αυτές, οι τέσσερις ζώνες ανήκουν στο πληκτρολόγιο, ενώ φωτιζόμενη είναι μέχρι και η επιφάνεια του touchpad.
Alienware 15 [2015]: Το hardware
Η έκδοση που είχαμε στα χέρια μας είναι η κορυφαία διαθέσιμη. Ηοθόνη είναι αφής με ανάλυση UHD, ενώ υπάρχει και επιλογή για οθόνη FHD χωρίς χαρακτηριστικά αφής, με διαγώνιο 15,6 ιντσών. Η οθόνη είναι τεχνολογίας IPS LCD με πολύ καλές γωνίες θέασης. Η μέγιστη φωτεινότητα που μετρήσαμε ήταν χαμηλότερη από την ονομαστική, 299cd/m2 αντί για 350cd/m2, όμως ο λόγος αντίθεσης ήταν πολύ υψηλός, στο 1.107:1.Στο εσωτερικό, συναντήσαμε έναν IntelCorei7-4710HQ. Πρόκειται για επεξεργαστή 5ης γενιάς, με τέσσερις πυρήνες στα 2,5GHz που μπορούν να ανέβουν μέχρι τα 3,5GHz στο Turbo Mode. Ο επεξεργαστής διαθέτει ενσωματωμένο κύκλωμα γραφικών και συγκεκριμένα ένα IntelHDGraphics 4600. Φυσικά, σε ένα gaming laptop δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ανεξάρτητη κάρτα γραφικών, και στη δική μας σύνθεση υπήρχε μία Nvidia GeForceGTX980M με 4GB μνήμης GDDR5 –αν πάλι είστε fans της AMD, υπάρχει και δυνατότητα αγοράς του laptop με μίαRadeon HD R9 295X, επίσης με 4GB μνήμης.
Αν κάποιος πιστεύει πως εδώ τελειώσαμε με τα γραφικά, κάνει τεράστιο λάθος. Βλέπετε, το Alienware 15 δεν ήρθε μόνο του στα PCLabs, αλλά μαζί με τη μονάδα GraphicsAmplifier. To Graphics Amplifier είναι ένα εξωτερικό case, το οποίο διαθέτει δικό του τροφοδοτικό και μπορεί να φιλοξενήσει στο εσωτερικό του μία κανονική desktop κάρτα γραφικών –το δικό μας Graphics Amplifier είχε κάρτα γραφικών GTX 980. Στη βασική μορφή του, το Graphics Amplifier διατίθεται σκέτο, ώστε στη συνέχεια να εγκαταστήσετε σε αυτό την κάρτα της επιλογής σας, ωστόσο υπάρχει δυνατότητα να το αγοράσετε και με προεγκαταστημένη κάρτα γραφικών με τις επιλογές σας να φτάνουν μέχρι και το επίπεδο της GeForce GTX Titan. Η επικοινωνία του Graphics Amplifier γίνεται μέσω proprietary θύρας, η οποία χρησιμοποιεί τέσσερα lanesPCIe 3.0, που ισοδυναμούν μεbandwidth 3,9GB/sec. Η σύνδεση του Graphics Amplifier με το φορητό συνεπάγεται άμεση κατάργηση της εσωτερικής κάρτας γραφικών και δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ των δύο –χωρίς αποσύνδεση– ούτε δυνατότητα συνδυαστικής λειτουργίας.
Όσον αφορά στη μνήμη του συστήματος, το Alienware 15 διαθέτει δύο slots στα οποία μπορούν να εγκατασταθούν είτε 8GB είτε 16GBμνήμης. Στη δική μας περίπτωση η εγκαταστημένη μνήμη ήταν 12GB, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για κανονικό εμπορικό δείγμα. Στον τομέα της αποθήκευσης, η Dell έχει επιλέξει διπλή λύση. Έτσι, το boot drive είναι ένα M.2 SSD χωρητικότητας256GB, και για όλα τα υπόλοιπα αρχεία σας υπάρχει ένας παραδοσιακός HDD χωρητικότητας 1TB στις 7.200rpm. Αυτός ο συνδυασμός είναι και ο κορυφαίος που προσφέρει η Dell, ενώ υπάρχουν δυνατότητες για μικρότερες χωρητικότητες ή και καθόλου SSD.
Παρά το μεγάλο πάχος, το Alienware δεν διαθέτει οπτικό drive, οπότε αν χρειάζεστε τέτοια λειτουργικότητα, θα χρειαστεί να στραφείτε προς εξωτερική μονάδα. Για τον ήχο φροντίζουν δύο ηχεία της Klipsch, χωρίς subwoofer, ενώ υπάρχει και το λογισμικό Χ-FiMB3 τηςSoundBlaster που προσφέρει κάποια επιπλέον εφέ, λειτουργίες gaming, ΕQ δέκα ζωνών και συμβατότητα με την τεχνολογία EAX Advanced HD 5.0. H ενσωματωμένη κάρτα ήχου είναι η Creative Core3D.
Κeyboard, mouse και συνδεσιμότητα του Alienware 15 [2015] με Graphics Amplifier
Αν και από πλευράς διαστάσεων το Alienware μπορεί να φιλοξενήσει πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους, εντούτοις τα πλήκτρα του είναι πιο στριμωγμένα από άλλες ανταγωνιστικές λύσεις. Η σχεδίαση των πλήκτρων είναι κλασική και όχι chiclet, με διαδρομή 2,6mm καιδύναμη ενεργοποίησης 60g. Το πληκτρολόγιο δεν διαθέτει numerical keypad, αλλά μία σειρά με πέντε προγραμματιζόμενα macroπλήκτρα. Το touchpad έχει επιφάνεια 10x10,5cm, με το αριστερό και το δεξί πλήκρο του mouse να βρίσκονται ακριβώς από κάτω. Η αίσθηση και η ακρίβεια του touchpad είναι σε υψηλά επίπεδα, όμως για σοβαρό gaming θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε κανονικό mouse. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τόσο το πληκτρολόγιο όσο και το touchpad είναι φωτιζόμεναμε δυνατότητα ξεχωριστής ρύθμισης του χρώματος του φωτισμού.
Η proprietary θύρα για το Graphics Amplifier είναι τοποθετημένη στο πίσω μέρος του laptop, στο ίδιο σημείο βρίσκονται και οι έξοδοι της εικόνας για σύνδεση με οθόνη, ενώ το Alienware 15 διαθέτει μία έξοδοHDMI 1.4 και μία mini DP 1.2. Επάνω στο Graphics Amplifier θα βρείτε τέσσερις ακόμη θύρες USB 3.0, οι οποίες μοιράζονται το bandwidth με την κάρτα γραφικών και καλό είναι να μην τις χρησιμοποιείτε όταν παίζετε.
Επιδόσεις του Alienware 15 [2015] με Graphics Amplifier και συμπεράσματα
Με τέτοιο hardware δεν είχαμε αμφιβολία για τη δυνατότητα του Alienware 15 να αντεπεξέλθει στο gaming, αν και το UHD θα σας αναγκάσει σε ορισμένα παιχνίδια είτε να χαμηλώσετε την ανάλυση είτε να χαμηλώσετε τις ρυθμίσεις του εκάστοτε τίτλου –κατά την γνώμη μας, είναι ορθότερο να προτιμήσετε την οθόνη FHD κι ας μη διαθέτει αφή. Οι μετρήσεις που πραγματοποιήσαμε έγιναν τόσο με την εσωτερική κάρτα γραφικών του φορητού όσο και με το Graphics Amplifier.
Πολύ καλές ήταν και οι επιδόσεις εκτός gaming, με το σκορ στη ρουτίναHome του PCMark 8 να είναι στα2.544 pcmarks και στη ρουτίναCreative στα 2.985 pcmarks. Ιδιαίτερα γρήγορο αποδείχτηκε και το M.2 Drive, το οποίο μας έδωσε464MB/sec στηνανάγνωση και399MB/sec στην εγγραφή.
Αν αναρωτιέστε για την αυτονομία, το Alienware 15 διαθέτει μπαταρία8-cell που, σύμφωνα με την Dell, επαρκεί για 7 ώρες. Φυσικά, αυτός ο χρόνος μπορεί να ισχύσει μόνο σεlight λειτουργία, και στο σενάριο Balanced του PowerMark με τη φωτεινότητα ρυθμισμένη στο μέγιστο εμείς πήραμε 170 λεπτά,χρόνος αρκετά ικανοποιητικός δεδομένης της φύσης του laptop.
Κάπως έτσι φτάνουμε και στο δια ταύτα: Αναμφίβολα, το Alienware 15 διαθέτει το κορυφαίο hardware που είναι διαθέσιμο αυτή τη στιγμή, και από πλευράς προδιαγραφών δεν μπορούμε να του ασκήσουμε κριτική.Ίσως κάποιοι να ήθελαν και Blu-ray drive, ωστόσο δεν θεωρούμε τη συγκεκριμένη έλλειψή καθοριστική. Στα 3,2kg και με αυτές τις διαστάσεις, η φορητότητα είναιαμφισβητήσιμη, όμως με αυτό τον τρόπο δεν έχετε θέμα υπερθέρμανσης και άρα περιορισμού των επιδόσεων, οπότε θα πρέπει να σταθμίσετε τι σας ενδιαφέρει περισσότερο: οι απόλυτες επιδόσεις ή η λίγο πιο εύκολη μεταφορά, αφού κακά τα ψέματα κανένα gaming laptop δεν είναι “πούπουλο”.
Φυσικά, θα πρέπει να είστε προετοιμασμένοι να βάλετε πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη, αφού η σύνθεση της δοκιμής [με 16GB μνήμης] απαιτεί €2.850. Βέβαια, στην αγορά υπάρχουν εξίσου ισχυρά gaming laptops, όπως το ASUS ROG G750 που με αντίστοιχη σύνθεση [17άρα FHD οθόνη και Blu-ray drive] κοστίζει 20% λιγότερο. Αν θέλετε και το Graphics Amplifier, η μονάδα σκέτη χωρίς κάρτα γραφικών κοστίζει €260, ενώ αν θέλετε και την GTX980 προεγκαταστημένη, τότε θα πρέπει να προσθέσετε περί τα €650επιπλέον. Με το σύνολο να ξεπερνά τα 3.700 ευρώ, είναι βέβαιο πως σε αυτό το κόστος θα μπορούσατε να φτιάξετε ένα πολύ ισχυρότερο desktop PC. Αν όμως θέλετε ένα μεταφέρσιμο gaming rig τότε το συγκεκριμένο Alienware είναι ό,τι καλύτερο σε αυτές τις ίντσες.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά Alienware 15 [2015] με Graphics Amplifier
Παρότι η εξέλιξη των smartphones είναι ραγδαία προς εξυπηρέτηση και
όφελος των περισσότερων, όμως για τις κατηγορίες χρηστών που απαιτούν επικοινωνία σε αντίξοες συνθήκες,
οι τεράστιες οθόνες αφής καθιστούν τις συσκευές πολύ πιο ευπαθείς.
Μπορεί το Gorilla Glass να σας σώσει ενδεχομένως από μία πτώση, όμως
δοκιμάστε να ζήσετε με το smartphones σας σε ένα εργοτάξιο, σε ένα εργοστάσιο ή
κάποιον άλλο σκληρό –ως προς τις εργασιακές συνθήκες– επαγγελματικό
χώρο και είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να αντέξει μία εβδομάδα. Η Caterpillar είναι μία εταιρεία που γνωρίζει από δύσκολες συνθήκες και, εκτός από εκσκαφείς, μπουλντόζες και λοιπά οχήματα βαρέων εργασιών διαθέτει κι ένα παρακλάδι που κατασκευάζει κινητά.
To S50 το είχαμε πρωτοδεί στην IFA 2014, όπου στο περίπτερο της εταιρείας τα δείγματα βασανίζονταν μέσα σε μία μπετονιέρα.
Γιατί μπορεί το S50 να διαθέτει οθόνη αφής 4,7 ιντσών ανάλυσης HD, όμως
πρόκειται για μία σκληροτράχηλη συσκευή, η οποία εκτός από πιστοποίηση
IP67 για αντοχή σε σκόνη και νερό, πληροί και τη στρατιωτική προδιαγραφή
810G, που υποδηλώνει αντοχή σε πτώσεις από 1,2 μέτρα και λειτουργία σε
θερμοκρασίες από -25οC μέχρι 55οC. To σώμα είναι κατασκευασμένο από σκληρό πλαστικό και όλες οι γωνίες διαθέτουν ελαστικά ενθέματα, που απορροφούν τους κραδασμούς και μειώνουν το ενδεχόμενο σπασίματος της οθόνης μετά από πτώση.
Οι υπόλοιπες προδιαγραφές της συσκευής είναι μάλλον συντηρητικές,
αφού το βάρος έχει δοθεί ξεκάθαρα στην αντοχή. Στην καρδιά της, υπάρχει
ένας Snadragon 400, 2GB μνήμης RAM και 8GB αποθηκευτικού χώρου, και ο χρήστης έχει στη διάθεσή του περίπου τα μισά. Ευτυχώς, παρά τη rugged κατασκευή, η συσκευή δέχεται κάρτες μνήμης, μέγιστης χωρητικότητας έως 64GB. Στην πλάτη της, υπάρχει μία κάμερα 8MP με δυνατότητα εγγραφής βίντεο FHD, ενώ στην πρόσοψη συναντάμε έναν τυπικό αισθητήρα VGA ανάλυσης.
Μην περιμένετε λοιπόν ότι θα βγάλετε φωτογραφίες αριστουργήματα ή
τρομερές selfies από τις κάμερες του S50, οι οποίες απλά θα καλύψουν τις
εντελώς βασικές ανάγκες.
Καλύτερη είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητα. To Cat S50 μπορεί να συνδεθεί σε δίκτυα τέταρτης γενιάς, διαθέτει Bluetooth 4.0, ενώ υποστηρίζει και την τεχνολογία NFC. Το λογισμικό δεν είναι άλλο από το Android 4.4.2,
χωρίς ιδιαίτερες επεμβάσεις από την εταιρεία, όμως ανάμεσα στις
προεγκατεστημένες εφαρμογές, θα βρείτε και μερικές εξειδικευμένες της
ίδιας της Cat, οι οποίες όμως απευθύνονται περισσότερο στις ξένες αγορές
και δεν έχουν να προσφέρουν κάτι στον Έλληνα χρήστη. Αρκετά
ικανοποιημένοι μείναμε από την μπαταρία της συσκευής, η χωρητικότητα της
οποίας ανέρχεται στα 2.630mAh. Στις δοκιμές μας,
πήραμε λίγο πάνω από μία ημέρα σχετικά έντονης χρήσης, ωστόσο πιστεύουμε
πως η εταιρεία θα έπρεπε να είναι λίγο πιο γενναιόδωρη σε αυτόν τον
τομέα και να είχε χρησιμοποιήσει μεγαλύτερη μπαταρία, αφού σε μία heavy
duty συσκευή κανείς δεν θα γκρίνιαζε για το αυξημένο βάρος και πάχος.
Στα 469 ευρώ, το Cat S50 δεν είναι ένα οικονομικό
τηλέφωνο, αφού προδιαγραφές με αντίστοιχες ή και καλύτερες προδιαγραφές
μπορείτε αυτή τη στιγμή να τις αποκτήσετε με τα μισά σχεδόν χρήματα.
Αυτό που δεν θα βρείτε όμως είναι μία συσκευή που να μπορεί να
αντεπεξέλθει σε δύσκολες συνθήκες καθημερινής εργασίας. Ως εκ τούτου, το S50 για
την ώρα παίζει πρακτικά χωρίς αντίπαλο, και αν θέλετε τις ευκολίες ενός
smartphone και σας είναι απαραίτητα τα rugged χαρακτηριστικά, το S50
είναι μονόδρομος.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά Cat S50
Οθόνη IPS LCD 4,7", 720x1.280 pixels [312ppi] Επεξεργαστής Qualcomm Snapdragon 400: Quad-core ARM Cortex-A7 1,2GHz, Adreno 305 Μνήμη RAM 2.048MB Αποθηκευτικός χώρος 8GB [4,15GB διαθέσιμα], microSD [έως 64GB] Δίκτυα GSM 850/900/1800/1900, HSDPA 850/1700/1900/2100, LTE 800/850/900/1800/2100/2600 Συνδεσιμότητα Wi-Fi b/g/n, DLNA, Bluetooth v4.0 με A2DP, LE Κάμερα 8MP, LED φλας, geo-tagging, touch focus, 1.080p@30fps, εμπρόσθια 0,3MP Λειτουργικό Android 4.4.2 Άλλα Multi-touch, επιταχυνσιόμετρο, αισθητήρας
εγγύτητας, GPS με A-GPS, GLONASS και χάρτες Google, ραδιοφωνικός δέκτης
FM, πιστοποίηση IP67 και MIL-STD-810G Μπαταρία 2.630mAh Διαστάσεις 144,5x77x12,7mm Βάρος 185g Web Cat S50
Μπορεί από τότε που η Intel δημιούργησε την κατηγορία των Ultrabooks να έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά δεκάδες μοντέλα τα οποία πληρούν τις προδιαγραφές που είχε θέσει η εταιρεία, όμως, όπως και να το κάνουμε, Ultrabook από Ultrabook διαφέρει. Η Sony, με τη σειρά Vaio Pro, θέλησε να δώσει στο καταναλωτικό κοινό ένα ξεχωριστό προϊόν και να αφήσει για μία ακόμη φορά το στίγμα της στην κατηγορία.
Ομολογουμένως, βλέποντας το SVP121A1CΜ, το κατάφερε. Γιατί δεν είναι λίγο να βλέπεις μπροστά σου έναν φορητό 13 ιντσών με πάχος 17 χιλιοστών και βάρος που μόλις ξεπερνά το 1 κιλό. Για να το καταφέρει αυτό, η εταιρεία επιστράτευσε την τεχνογνωσία χρόνων στη κατασκευή laptops από εξωτικά υλικά, και το P132A1CM διαθέτει σώμα κατασκευασμένο από ανθρακονήματα με αποτέλεσμα να είναι κατά 47% ελαφρύτερο και κατά 25% ανθεκτικότερο από ένα αντίστοιχο laptop με σασί από αλουμίνιο. Κι επειδή όλοι έχουν την τάση –δικαιολογημένα– να συγκρίνουν τα Ultabooks με το MacBook Air, τονίζουμε πως το φορητό της Sony παραμένει ελαφρύτερο κατά 28% από το ολοκαίνουριο MacBook Air.
Το σασί είναι το μισό της εξίσωσης, καθώς για να είναι εφικτός ο συνδυασμός ισχύος και σωστής θερμικής συμπεριφοράς σε τόσο μικρό όγκο, απαιτείται κι ένας εξίσου ικανός επεξεργαστής. Εδώ μπαίνει στο προσκήνιο η Intel, με τους τέταρτης γενιάς επεξεργαστές Core. Η Sony, για τη σύνθεση που είχαμε στη διάθεσή μας, έχει επιλέξει τον Core i5-4200U με δύο πυρήνες χρονισμένους στα 1,6GHz [2,6GHz με Turbo], με υποστήριξη HyperThreading. Η ενσωματωμένη μνήμη ανέρχεται στα 4GB, δυστυχώς χωρίς δυνατότητα επέκτασης, ενώ ένα SSD στα 128GB είναι το κύριο αποθηκευτικό μέσο.
Από πλευράς συνδεσιμότητας, δεν είχαμε κάποιο παράπονο για τα δεδομένα της κατηγορίας. Δύο θύρες USB 3.0, ένας αναγνώστης για κάρτες μνήμης SD, Bluetooth 4.0, ΝFC και μία έξοδος HDMI θα καλύψουν τις βασικές σας ανάγκες. Το πληκτρολόγιο διαθέτει διακριτικό οπίσθιο φωτισμό, το touchpad υποστηρίζει gestures, ενώ αφής είναι και η τεχνολογίας Triluminos full HD οθόνη.
Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις, περιμέναμε καλύτερη μέτρηση στην αυτονομία, και στο σενάριο Balanced του PowerMark τής Futuremark το P132A1CM έσβησε στις 4 ώρες, μέτρηση που πραγματοποιείται με τη φωτεινότητα στο μέγιστο. Έστω κι έτσι όμως, δύσκολα θα πιάσει τις έως 8 ώρες αυτονομίας που διαφημίζει η Sony.
Η ισχύς, πάντως, είναι ικανοποιητική για εφαρμογές γραφείου. Η οθόνη πολύ υψηλή αντίθεση [1.020:1] όμως θα θέλαμε υψηλότερη φωτεινότητα από τα 212cd/m2.
Τελικά, το SVP1321ACM εντυπωσιάζει χάρη στο χαμηλό βάρος και την ποιότητα κατασκευής του και, αν θέλετε το πιο ελαφρύ Ultrabook της αγοράς, δεν χρειάζεται να κοιτάξετε παραπέρα.
Πιστή και στο φετινό καλοκαιρινό ραντεβού της, η Intel έκανε το ντεμπούτο της έκτης γενιάς επεξεργαστών Core και μαζί τής πλατφόρμας Z170 την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. To λανσάρισμα αυτό φέρνει στην αγορά δύο νέους επεξεργαστές, τονCore i5-6600K, που είναι και το αντικείμενο της δοκιμής, και τον Core i7-6700K, που είναι το κορυφαίο αυτή τη στιγμή μοντέλο.
Οι επεξεργαστές χρησιμοποιούν το socket 1151 και, σε συνδυασμό με το chipset Ζ170, προσφέρουν υποστήριξη για μνήμες DDR4, που μέχρι σήμερα ήταν προνόμιο της ακριβής πλατφόρμας Χ99. Για όσους δεν θέλουν να επενδύσουν σε μνήμες DDR4, θα υπάρχει η δυνατότητα χρήσης modules DDR3L με συγκεκριμένα mobos. Οι νέοι επεξεργαστές διαθέτουν καινούρια αρχιτεκτονική και υψηλότερη απόδοση ανά Watt, χαρακτηριστικό πολύτιμο για τους mobile επεξεργαστές, αφού στο μεν laptop θα βελτιώσει την αυτονομία στα δε tablets θα κάνει την παρουσία της Intel πιο ανταγωνιστική. Σε ό,τι αφορά τα desktop, τα mobos θα διαθέτουν όλα τα σύγχρονα πρότυπα διασύνδεσης αποθηκευτικών μέσων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και το βελτιωμένο υποσύστημα γραφικών –για όσους δεν θέλουν να επενδύσουν σε εξωτερική κάρτα γραφικών.
Για την πρώτη επαφή με την πλατφόρμα, στη διάθεσή μας είχαμε έναM170Α Gaming M7 mobo από την MSI, μία mid προς high πρόταση που μπορεί να καλύψει τους περισσότερους χρήστες. Πριν όμως μιλήσουμε για το mobo αλλά και τις επιδόσεις της νέας πλατφόρμας, πρέπει να αναλύσουμε το chipset και τις νέες τεχνολογίες.
Η έκτη γενιά Core
Η στρατηγική Τick Tock που ακολουθεί η Intel στους επεξεργαστές της δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού “τρέχει” από το 2006. Mε βάση αυτή τη στρατηγική, σε κάθε Tick η Intel περνάει σε μικρότερη λιθογραφία που βελτιώνει την τρέχουσα αρχιτεκτονική, ενώ σε κάθε Tock γίνεται η εισαγωγή μίας νέας αρχιτεκτονικής. Αυτός ο κύκλος ήταν απαράβατος μέχρι και την ανακοίνωση των επεξεργαστών Haswell, το 2013. Όμως, με το πέρασμα από τα 22nm στα 14nm, με τους Broadwell το 2014, τα πράγματα ζόρισαν. Μπορεί οι Skylake, όπως είναι η κωδική ονομασία της νέας πλατφόρμας, να αποτελούν το σημείο εισαγωγής νέας αρχικεκτονικής, ωστόσο η συνέχεια δεν θα είναι το πέρασμα σε μικρότερη λιθογραφία, αλλά θα παραμείνουμε στα 14nm, καθώς η μετάβαση στα 10nm έχει αποδειχτεί αρκετά δύσκολη –αλλά αυτό θα μας απασχολήσει όταν ανακοινωθούν οι Kaby Lake, τον επόμενο χρόνο.
Για την ώρα, το λανσάρισμα των Skylake φέρνει δύο νέους ξεκλείδωτους επεξεργαστές, που είναι ήδη διαθέσιμοι στην αγορά, τους i7-6700Κ, και i5-6600Κ όπως ήδη αναφέραμε, όμως μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου η γκάμα θα διευρυνθεί με τρία ακόμη μοντέλα, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των οποίων μπορείτε να δείτε στο σχετικό πίνακα.
Όλοι οι επεξεργαστές ολοκληρώνονται στα 14nm και διαθέτουν τέσσερις φυσικούς πυρήνες, ενώ ο Core i7-6700K είναι ο μόνος που υποστηρίζει HyperThreading. H σμίκρυνση της ολοκλήρωσης έχει επιτρέψει στην Intel να αυξήσει ελαφρώς τις συχνότητες λειτουργίας. Όλοι οι επεξεργαστές χρησιμοποιούν το νέο socket LGA1151, οπότε δεν είναι συμβατοί με τα υπάρχοντα mobos. Ο ελεγκτής μνήμης είναι διπλός και μπορεί να υποστηρίξει μνήμες DDR4-2133ΜHz σύμφωνα με τις επίσημες προδιαγραφές της JEDEC, αλλά και μνήμες DDR3L-1600. Oι μνήμες DDR3L αποτελούν ειδική προδιαγραφή των DDR3 με χαμηλότερη τάση λειτουργίας στα 1,35 Volts αντί για 1,5V. Εκτός από τον νέο ελεγκτή για τις μνήμες, διαφορές εντοπίζονται και στον τομέα της διασύνδεσης. Oι νέοι επεξεργαστές μπορούν να υποστηρίξουν έως 16 γραμμές PCIe 3.0 για τη σύνδεση εξωτερικών καρτών γραφικών, σε διατάξεις x16, x8/x8 ή x8/x4/x4. Αυτό περιορίζει τα mobos σε διάταξη Dual SLI, καθώς η Nvidia απαιτεί τουλάχιστον οκτώ γραμμές ανά κάρτα γραφικών, και σε Triple CrossFire, καθώς η AMD δεν έχει αντίστοιχο περιορισμό.
Επιπρόσθετα, το chipset παρέχει 20 θύρες PCIe 3.0 ομαδοποιημένες σε πέντε γκρουπ των τεσσάρων γραμμών, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν για επιπλέον κάρτες επέκτασης καθώς και για τη διασύνδεση αποθηκευτικών μέσων. Για τη σύνδεση του επεξεργαστή με το chipset φροντίζει ένα DMI 3.0 interface τεσσάρων γραμμών. Το DMI 3.0 αποτελεί βελτίωση του DMI 2.0, που αυξάνει το εύρος ζώνης από τα 2GB/sec στα 3,93GB/sec, όμως απαιτεί μικρότερη απόσταση μεταξύ του επεξεργαστή και του chipset για τη διατήρηση της ταχύτητας και της ακεραιότητας των δεδομένων.
Σημαντικές αλλαγές έχουμε και στη διαχείριση της ενέργειας. Μέχρι και τους επεξεργαστές Haswell, το voltage regulation γινόταν από το mobo, στους Haswell/Broadwell όμως η Intel μετέφερε το voltage regulation εντός του επεξεργαστή, με αποτέλεσμα την αύξηση της θερμότητας του επεξεργαστή, και συνεπώς τον περιορισμό του overclocking. Για τον λόγο αυτό, με τους Skylake, το voltage regulationεπιστρέφει στο mobo.
iGPU 9ης γενιάς
Εκτός από τον επεξεργαστή, με τους Skylake η Intel βρήκε ευκαιρία να ανανεώσει και το ενσωματωμένο υποσύστημα γραφικών της, το οποίο αισίως φτάνει στην 9η γενιά. Το νέο υποσύστημα γραφικών με την ονομασία HD Graphics 530 διαθέτει σχεδίαση με 24 EU [Execution Units] –οργανωμένα σε τρεις ομάδες [subslices] των οκτώ EU– και μέγιστη συχνότητα λειτουργίας στα 1.150MHz, ενώ υποστηρίζει όλα τα σύγχρονα πρότυπα, δηλαδή DirectX 12, OpenCL 2.0, OpenGL 4.4 και OpenGL ES. Επίσης, υποστηρίζεται ένα χαρακτηριστικό που η εταιρεία ονομάζει Multi Plane Overlay. Στην πράξη, η Intel έχει ενσωματώσει στην GPU ένα κύκλωμα που αναλαμβάνει λειτουργίες όπως blending,resizing, scaling, χωρίς την ανάγκη χρήσης της GPU. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και νέα χαρακτηριστικά που βελτιώνουν την απόδοση σε εφαρμογές photo editing, και η Intel προσφέρει ειδικά SDKs προκειμένου οι προγραμματιστές να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνατότητες στις εφαρμογές τους. Μία ακόμη σημαντική βελτίωση είναι η υποστήριξη τεχνικών color compression, όπως κάνουν η AMD και η Nvidia, χαρακτηριστικό που αυξάνει επί της ουσίας το διαθέσιμο bandwidth της μνήμης.
Σε ό,τι αφορά την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση multimedia περιεχομένου, το σετ χαρακτηριστικών είναι σαφώς πιο πλούσιο από το παρελθόν. Tα Intel HD Graphics 530 υποστηρίζουν HW acceleration για JPEG encoding για εικόνες έως 16Kx16Κ, decoding και encoding για βίντεο HEVC, ενώ υπάρχει και υποστήριξη για αρχεία βίντεο VP9, που είναι ανταγωνιστικό του HEVC open source format της Google. Τέλος, έχουν γίνει βελτιώσεις και για μειωμένη κατανάλωση σε λειτουργίες όπως το video conferencing, το video streaming και το wireless display. Σημαντικά ενισχυμένος είναι και ο τομέας των εξόδων εικόνας. Για πρώτη φορά δεν υποστηρίζεται αναλογική έξοδος εικόνας, και όλες οι έξοδοι είναι ψηφιακές, HDMI 1.4και DP 1.2. Μάλιστα, το υποσύστημα γραφικών μπορεί να οδηγήσει πλέον έως τρεις οθόνες, με τη μέγιστη ανάλυση να είναι4K στα 60Hz.
Συνδεσιμότητα
Όπως και το Ζ97 έτσι και το Ζ170 βασίζεται στην τεχνολογία Flex-IO για να προσφέρει θύρες για αποθηκευτικά μέσα ή για δικτύωση. H διαφορά είναι ότι εκεί που το Z97 διέθετε 18 γραμμές HSIO [High Speed IO], το Z170 προσφέρει 26, εκ των οποίων οι 20 είναι PCIe 3.0. Από αυτές, οι έξι πρώτες είναι USB 3.0/3.1 και οι υπόλοιπες 20 PCIe 3.0 είναι ομαδοποιημένες σε πέντε γκρουπ των τεσσάρων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ως USB 3, ως SATA, ως SATAe, ως θύρες M.2, ως Gigabit LAN είτε ως θύρες για επιπλέον κάρτες PCIe. Αυτό δίνει στους κατασκευαστές mobos τεράστια ευελιξία να υλοποιήσουν τις προτάσεις τους με οποιονδήποτε συνδυασμό θυρών κρίνουν κατάλληλο ώστε να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους μεταξύ τους. Εκτός των δυνατοτήτων του chipset, οι κατασκευαστές των mobos μπορούν να χρησιμοποιήσουν και επιπλέον εξωτερικούς controllers για να εμπλουτίσουν περαιτέρω τα προϊόντα τους.
Στα Ζ170 mobos, οι κατασκευαστές φαίνεται να δείχνουν αυτή τη στιγμή προτίμηση σε τρεις controllers: στον ASM1142, τον Alpine Ridge και στον I219. Ο ASM1142 χρησιμοποιεί τέσσερις θύρες PCIe για να προσφέρει έως δύο USB 3.0, ο Alpine Ridge είναι Thunderbolt controller που χρησιμοποιεί τέσσερις θύρες PCIe 3.0 για συνδεσιμότητα Thunderbolt 3, DisplayPort και USB 3.1 μέσω βύσματος USB Type-C, ενώ ο I219 είναι ελεγκτής δικτύωσης για Gigabyte LAN.
To mobo
Αφού αναλύσαμε τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των νέων επεξεργαστών αλλά και του chipset, ήρθε η ώρα να περάσουμε και στο mobo της δοκιμής. Το M170A Gaming M7 της MSI είναι μία enthusiast πρόταση, η οποία, χωρίς να είναι η πιο ακριβή στην γκάμα της εταιρείας, προσφέρει εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορεί να ζητήσει ένας απαιτητικός χρήστης.
Χρωματικά, η συσκευασία αλλά και το mobo δεν διαφέρουν από τη φιλοσοφία που χρησιμοποιεί η MSI για τα gaming προϊόντα των τελευταίων ετών, με το μαύρο και το κόκκινο να κυριαρχούν. Σε επίπεδο ηλεκτρονικής σχεδίασης, το mobo είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, με βασικό χαρακτηριστικό τα ηλεκτρονικά μέρη Military Class 5. Αυτά περιλαμβάνουν Dark πυκνωτές διαπιστευμένους για 10 χρόνια λειτουργίας και Titanium πηνία, που προσφέρουν 40% περισσότερο ρεύμα και 30% καλύτερη ενεργειακή αποδοτικότητα σε σχέση με τις συμβατικές υλοποιήσεις. Το PCB έχει ειδική επίστρωση κατά της υγρασίας, και όλες οι θύρες είναι προστατευμένες κατά του στατικού ηλεκτρισμού. Το βελτιωμένο σύστημα ψύξης καλύπτει όλα τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα γύρω από το socket, ενώ μία ακόμη ψύκτρα φροντίζει για την απαγωγή της θερμότητας του chipset.
Όσο για τις μνήμες, το mobo διαθέτει τέσσερις υποδοχές για μνήμεςDDR4, με τη μέγιστη υποστηριζόμενη συχνότητα λειτουργίας να μπορεί να φτάσει τα 3.600MHz. Μάλιστα, η MSI έχει φροντίσει ώστε οι γραμμές που καταλήγουν στα DIMM slots να είναι ηλεκτρικά απομονωμένες από το υπόλοιπο mobo, και για τον λόγο αυτό τις έχει κάνει να ξεχωρίζουν στην επιφάνεια με κόκκινο χρώμα. Επιπλέον, η MSI έχει προσθέσει μία ενδεικτική λυχνία που δείχνει αν είναι ενεργοποιημένο το προφίλ XMP των DIMM. Για τη μέτρηση του mobo, χρησιμοποιήσαμε 16GB μνήμης Corsair Vengeance LPX στα 2.666MHz με χρονισμούς 15-17-17-35.
Oι μετρήσεις έδειξαν ότι μπορεί ο ελεγκτής να είναι dual channel και όχι quad channel όπως στην περίπτωση του X99, ωστόσο το bandwidth παραμένει μεγάλο χάρη στα DDR4 modules, με το AIDA64 να δίνει τιμές 30.175MB/s, 32.107MB/s, 29.862 MB/s για ανάγνωση εγγραφή και αντιγραφή. Το θετικό της υπόθεσης είναι πως τον τελευταίο χρόνο οι τιμές για τις μνήμες DDR4 έχουν μειωθεί σημαντικά, και αυτή τη στιγμή τα 16GB ξεκινούν από τα 115 περίπου ευρώ για τη συχνότητα των 2.1333MHz, τη στιγμή που τα 16GB μνήμης DDR3 στα 1.600MΗz κοστίζουν περί τα 95 ευρώ.
Συνεχίζοντας με τα overclocking χαρακτηριστικά, το M170A Gaming M7 διαθέτει προσεγμένο κύκλωμα τροφοδοσίας με 14 φάσεις για τη CPU και δύο φάσεις για τη μνήμη. To mοbo χρησιμοποιεί την ΟC Engine 2 της εταιρείας με εξωτερικό clock generator, ενώ δεν λείπουν δυνατότητες όπως τα V-Check points στην επάνω δεξιά γωνία, το dip-switch αργής εκκίνησης δίπλα στο Power Button, καθώς και ClearCMOS κουμπί στο backpanel. Φυσικά, για όσους δεν τα καταφέρνουν με το χειροκίνητο overclocking, δεν απουσιάζει η λειτουργία Game Boost, η οποία αντικαθιστά την OC Genie, που προσφέρει επτά διαφορετικά προφίλ OC.
Με τον δικό μας επεξεργαστή, δεν δυσκολευτήκαμε να φτάσουμε τα 4,5GHz χωρίς αστάθειες τόσο χειροκίνητα όσο και μέσω του έτοιμου προφίλ της MSI. Ο επεξεργαστής κατάφερε να πιάσει και τα 4,7GHz με το προφίλ 11 του Game Boost, αλλά η λειτουργία ήταν αρκετά ασταθής. Παρόλα αυτά, είναι σαφές πως με τον κατάλληλο επεξεργαστή θα καταφέρετε να πετύχετε αυτές τις συχνότητες με ένα κλικ.
Σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητα, το Μ170Α Gaming M7 είναι υπερπλήρες. Οι θύρες PCIe είναι επτά στον αριθμό, εκ των οποίων οι τρεις μπορούν να υποστηρίξουν διατάξεις SLI και CrossFire. Μάλιστα, οι εν λόγω θύρες είναι ενισχυμένες με περισσότερα σημεία κόλλησης στο PCB, χαρακτηριστικό που η εταιρεία ονομάζει Steel Armor, ώστε να μην κινδυνεύει το slot από το μεγάλο βάρος σε περίπτωση που χρησιμοποιήσετε κάποια extreme κάρτα γραφικών. Από τις έξι θύρες SATA, οι τέσσερις μπορούν να λειτουργήσουν ως ζεύγη για να σας προσφέρουν δύο SATAe. Επίσης, υπάρχουν δύο θύρες M.2, εκ των οποίων η μία υποστηρίζει το πρότυπο NVMe Mini-SAS αν και εφόσον χρησιμοποιήσετε κάρτα επέκτασης Turbo U.2.
Περνώντας στο backpanel, θα βρείτε συνολικά έξι θύρες USB, οι δύο USB 2.0, οι δύο USB 3.0 και οι δύο τελευταίες USB 3.1, όπου η μία παρέχεται στο νέο βύσμα USB Type-C. Από το bakcpanel δεν απουσιάζουν η Combo θύρα PS/2, οι έξοδοι εικόνας [2x HDMI και μία DP], η οπτική ψηφιακή έξοδος ήχου, οι επίχρυσες αναλογικές έξοδοι του 5.1 ήχου, καθώς και η θύρα δικτύωσης Gigabit. H τελευταία βασίζεται στο Killer E2400 chip της Qualcomm, ενώ διαθέτει προστασία κατά υπέρτασης έως 15kV. Τέλος, για το κύκλωμα ήχου φροντίζει το ALC1150 της Realtek αλλά με ενισχυμένη σχεδίαση, που περιλαμβάνει ηλεκτρική απομόνωση από το υπόλοιπο PCB, ασπίδα EMI, διπλούς τελεστικούς για την ενίσχυση των ακουστικών, χρυσούς audio πυκνωτές και την τεχνολογία εικονικού πολυκάναλου ήχου Νahimic Sound Technology.
Επιδόσεις και συμπεράσματα
Κάπως έτσι φτάνουμε και στις επιδόσεις. Καθώς το σύστημα που δοκιμάζουμε είναι το πρώτο από τη νέα πλατφόρμα, δεν είχαμε τη δυνατότητα να το συγκρίνουμε με κάποια άλλη αντίστοιχη υλοποίηση. Έτσι, ως σημείο αναφοράς χρησιμοποιήσαμε μετρήσεις από τον Core i7-4960X και την πλατφόρμα X99, που επίσης στηρίζεται σε μνήμες DDR4. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ενός επεξεργαστή που κοστίζει 1.000 και πλέον ευρώ με έναν επεξεργαστή που η τιμή του δεν ξεπερνά τα €300, αφού ο Core i7-4960X είναι μπροστά στα περισσότερα benchmarks. Όμως, αυτό που έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς από τα διαγράμματα που παραθέτουμε είναι το πόσο μικρές είναι διαφορές, ειδικά με τον Core i5-6600K να λειτουργεί στα 4,5GHz, συχνότητα την οποία όπως αναφέραμε έφτασε με εξαιρετική άνεση.
Συνολικά, μείναμε ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από τις επιδόσεις της νέας πλατφόρμας, ειδικά αν αναλογιστούμε πως ο συγκεκριμένος επεξεργαστής δεν υποστηρίζει καν HyperThreading και έχει “μόλις” τέσσερις φυσικούς πυρήνες και κατανάλωση λίγο πάνω από τα 90W. Aν εδώ προσθέσουμε και τα καινούργια χαρακτηριστικά που αφορούν στις θύρες σύνδεσης αποθηκευτικών μέσων, καταλήγουμε σε μία πλατφόρμα που μοιάζει δελεαστική για αναβάθμιση για όλους τους χρήστες που είχαν μείνει στις παλαιότερες πλατφόρμες της Intel.
Όσο για το mobo της MSI, το M170 Gaming M7 είναι πραγματικά μία ολοκληρωμένη υλοποίηση χωρίς ελλείψεις, που μπορεί να ικανοποιήσει την πλειοψηφία των αγοραστών. Με τιμή περί τα 300 ευρώ, θα σας επιτρέψει να φτιάξετε έναν δυνατό υπολογιστή που δεν θα ξεπερνά σε κόστος τα 1.300 ευρώ. Φυσικά, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν και κατά πόσο υπερέχει από τις υλοποιήσεις του ανταγωνισμού, ερώτημα στο οποίο ελπίζουμε να απαντήσουμε στις επόμενες εβδομάδες, όταν θα έχουμε στα εργαστήρια και άλλα mobos Μ170.